Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο
Δεν υπάρχει λόγος συνταγογράφησης συμπληρωμάτων βιταμίνης D σε υγιή άτομα για τη μείωση του κινδύνου εκδήλωσης διαφόρων παθήσεων ή την πρόληψη των οστικών καταγμάτων, αποφαίνεται ομάδα ερευνητές από τη Νέα Ζηλανδία σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύει στο επιστημονικό έντυπο The Lancet.
Οι επιστήμονες δεν εντόπισαν σημαντική μείωση του κινδύνου σε καμιά από τις περιοχές του ενδιαφέροντός τους, μετά από ανάλυση κλινικών δεδομένων από περισσότερες από 100 μελέτες. Πάντως, ομάδες υψηλού κινδύνου όπως, τα βρέφη, οι έγκυες γυναίκες και τα ηλικιωμένα άτομα, μπορούν να ωφεληθούν από τη λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Όκλαντ επανεξέτασαν τις διαθέσιμες τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες για τα συμπληρώματα βιταμίνης D με ή χωρίς ασβέστιο, και δεν κατάφεραν να εντοπίσουν κάποια σημαντική επίδρασή τους στην οστική πυκνότητα.
Τα συμπληρώματα βιταμίνης D δεν άλλαζαν τον σχετικό κίνδυνο καρδιακής νόσου, εγκεφαλικού επεισοδίου ή εγκεφαλο-αγγειακής νόσου, καρκίνου και καταγμάτων σε αξιοσημείωτο βαθμό, δηλαδή αντίστοιχο του 15%. Επίσης, τα συμπληρώματα βιταμίνης D δεν μείωσαν τον κίνδυνο κατάγματος ισχίου πάνω από 15% στους νοσοκομειακούς ασθενείς, και όταν χορηγήθηκαν μαζί με ασβέστιο, δεν μείωσαν τον κίνδυνο ούτε και των υγιών ατόμων. Εξάλλου, από τη μελέτη προκύπτει και μια σχετική αβεβαιότητα για το αν η βιταμίνη D με ή χωρίς ασβέστιο, μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο θανάτου.
«Υπό το φως των παραπάνω στοιχείων, δεν δικαιολογείται η συνταγογράφηση των συμπληρωμάτων βιταμίνης D για την πρόληψη του εμφράγματος του μυοκαρδίου ή της ισχαιμικής καρδιακής νόσου, του εγκεφαλικού επεισοδίου ή της εγκεφαλο-αγγειακής νόσου, του καρκίνου ή των καταγμάτων ή τη μείωση του κινδύνου θανάτου σε υγιή άτομα», καταλήγουν οι νεοζηλανδοί ερευνητές.
Σε άρθρο που συνοδεύει τη δημοσίευση της μελέτης στο The Lancet, ο Καρλ Μικαελσον από το Τμήμα Χειρουργικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Ουψάλα στην Σουηδία σχολιάζει την διαρκή επιστημονική διαμάχη για την λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D για την ήπιας μορφής ανεπάρκεια βιταμίνης D.
«Η εντύπωση ότι η βιταμίνη D είναι μια βιταμίνη που συνθέτουμε από την έκθεσή μας στο ηλιακό φως, και ότι η αύξηση της δοσολογίας της συντελεί σε καλύτερη υγεία, δεν είναι απολύτως σωστή. Μέχρι λοιπόν να έχουμε στη διάθεσή μας περισσότερες πληροφορίες θα πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί στην συνταγογράφησης των συμπληρωμάτων βιταμίνης D σε υγιή άτομα» εξηγεί ο Δρ Μίκαελσον.
Κι ενώ ορισμένοι διατροφολόγοι υποστηρίζουν ότι η ανεπάρκεια βιταμίνης D είναι υπεύθυνη για μια σειρά παθήσεως, όπως τα κατάγματα, ο καρκίνος, η καρδιαγγειακή νόσος, ο διαβήτης και ο υψηλός κίνδυνος θνησιμότητας, άλλοι διαφωνούν υποστηρίζοντας ότι η βιταμίνη D είναι πιθανόν το αποτέλεσμα της κακής υγείας και όχι η αιτία αυτής.
Ο Δρ Κολιν Μιτσι, λέκτορας Παιδιατρικής και πρόεδρος της Επιτροπής Διατροφής στο Βασιλικό Κολέγιο Παιδιατρικής και Υγείας του Παιδιού, στη Μ. Βρετανία, υποστηρίζει ότι «η νέα μελέτη βάζει τα πράγματα στην θέση τους και έτσι οι παθολόγοι και γενικοί γιατροί δεν χρειάζεται να καταφεύγουν σε εξετάσεις αίματος ειδικά όταν πρόκειται για υγιή άτομα. Αντ’ αυτού, η παραδοσιακή τακτική της σωστής διατροφής και της υγιεινής ζωής μοιάζει καταλληλότερη».
Διαφορετική θα πρέπει να είναι η προσέγγιση των ομάδων υψηλού κινδύνου για ανεπάρκεια βιταμίνης D, όπως τα παιδιά κάτω των πέντε ετών, οι έγκυες και θηλάζουσες γυναίκες, τα άτομα άνω των 65 ετών και όσοι δεν εκτίθενται επαρκώς στον ήλιο.
Τέλος, ειδική μέριμνα θα πρέπει να λαμβάνεται για τα άτομα αφρικανικής, καραϊβικής και νοτιο-ασιατικής καταγωγής, όσους για θρησκευτικούς και πολιτιστικούς λόγους έχουν μονίμως το σώμα τους καλυμμένο με ρούχα, καθώς και άτομα που έχουν πολύ ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα.
ΠΗΓΗ in.gr